-
1 λάχνη
λάχνη, ἡ, wolliges, krauses Haar, vom ersten Milchhaar des Bartes, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνϑῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανϑέϊ λάχνῃ Od. 11, 319, wie Pind. im plur., ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον, Ol. 1, 68; vom krausen Haupthaar des Thersites, Il. 2, 219; οὔλη δ' ἐπενήνοϑε λάχνη 10, 134; οὔτι σ' ὀνήσει ἡ λάχνη Antist. 2 ( Plan. 243); a. sp. D., wie βλεφά ρων δὲ μέλαιν' ἐξέφϑιτο λ. Nic. Ther. 331; vom dichten Haare der Thiere, Hes. O. 515, wie δέρμα ταύροιο λάχνῃ μέλαν Ap. Rh. 1, 325; Wolle, σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην Soph. Trach. 687; sp. D. Auch vom Laube, von den Blättern der Pflanzen, πηγάνου Nic. Al. 410; Opp. Hal. 4, 167. 380.
См. также в других словарях:
λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… … Dictionary of Greek